- νέφαλο
- και νέφαλον και γνέφαλο, το (Μ νέφαλο και νέφαλον και νέφελο και νέφελον και ἀνέφαλον)νέφος, σύννεφο, νεφέλη («και νέφαλο στον ουρανό θολό δεν απομένει», Ερωτόκρ.)νεοελλ.1. σύννεφο σκόνης2. τεχνητό σύννεφο3. (σε σκηνοθετικές διευκρινίσεις τού κρητικού θεάτρου) ομοίωμα σύννεφου4. (κατ' επέκτ.) βροχή5. μτφ. λύπη, θλίψη, δυσθυμία («νέφαλα μαύρα σκοτεινά τα μάτια του εκουκλώσα», Ερωτόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νέφαλο(ν) σχηματίστηκε με συμφυρμό τών λ. νεφέλη και σύννεφο(ν). Στον τ. νέφελο(ν) φαίνεται καθαρότερα η επίδραση τού νεφέλη (πρβλ. ψεῖρα < φθείρ + ψύλλος). Για την ανάπτυξη -γ- προ τού -ν- πρβλ. σύννεφο: σύγνεφο].
Dictionary of Greek. 2013.